Αυτό το «πολυμέσα», μου είχε κάτσει λίγο περίεργα σαν λέξη (μου ερχόταν στο μυαλό αμέσως το αντίθετο, δηλαδή το… πολυέξω!!), από τότε ακόμα που τη διάβασα για πρώτη φορά στο περιοδικό RAM… Ήταν σε ένα από τα πρώτα τεύχη θυμάμαι (ιδρυτικός αναγνώστης) και, για να δώσω την άποψή μου για τον νέο αυτό όρο των αρχών της δεκαετίας του 1990, είχα κάτσει και είχα γράψει στο χέρι μια επιστολή 6 σελίδων, την οποία στη συνέχεια έστειλα με το ταχυδρομείο… (τι εποχές!)

Και επειδή (φυσικά) με έγραψαν στα παλιά τους τα παπούτσια, ξαναέγραψα την ανάλυση και την έστειλα στον Νίκο Δήμου, ο οποίος τότε έγραφε στο περιοδικό, μπας και παρακάμψω την «πόρτα». Η απάντησή του ήταν ότι, ναι μεν συμφωνούσε με τα επιχειρήματά μου, αλλά το έβρισκε τραβηγμένο να καταφεύγουμε στην Αρχαία Ελληνική για να βρίσκουμε τους γραμματικούς κανόνες…

Ναι, αλλά ελλείψει πλήρων και πλήρως αποδεκτών εργαλείων για τη Νέα Ελληνική, πώς αλλιώς να το κάνουμε; Υπάρχει ασφαλέστερη πηγή από… την πηγή; Εν τω μεταξύ, προφανώς και δεν άλλαξε ποτέ ο τρόπος που τονιζόταν η λέξη…

Ας γυρίσουμε στο θέμα μας όμως…  Η γρήγορη απάντηση είναι δυο γραμμές: στη Γραμματική Αρχαίας Ελληνικής Γυμνασίου – Λυκείου του Μιχ. Χ. Οικονόμου, γράφει, στο Κεφάλαιο 3 «Τόνοι, Πνεύματα, Στίξη», σελίδα 17, σημείο 5:

5) Στις σύνθετες λέξεις ο τόνος κανονικά ανεβαίνει ως την τελευταία συλλαβή του πρώτου συνθετικού, αν επιτρέπει η λήγουσα: (σοφός) πάνσοφος, (πόλις) ακρόπολις, μεγαλόπολις…

Παρομοίως, έχουμε «χώρος» και «χρόνος» = «χωρόχρονος», καθώς και «πολύ» και «μέσα» = «πολύμεσα». Τα πολύμεσα, των πολυμέσων.

Για περισσότερες λεπτομέρειες παραθέτω μια πολύ καλή ανάλυση του τονισμού των συνθέτων, την οποία μπορείτε να διαβάσετε στον εξαιρετικό ιστότοπο Πύλη για την Ελληνική Γλώσσα, στο σχετικό άρθρο

Albert Debrunner  O Σχηματισμός των λέξεων στην Αρχαία Ελληνική

Ο τονισμός των συνθέτων

§ 151. Τα μεταπλαστά σύνθετα κάθε είδους τονίζονταν στο α΄ συνθετικό· στα ελληνικά συνεχίζουν να τονίζονται έτσι, εφόσον το επιτρέπει ο νόμος της τρισυλλαβίας: ἔν-θεος, πάρ-αλος, ἄ-, δύσ-, εὔ-θυμος, ἐρί-βωλος, ἀγά-ννιφος, ζά-θεος, ἀξιό-λογος, ὠκύ-πτερος, τρί-πους· αλλά ἀμφι-θάλασσος, ῥοδο-δάκτυλος κτλ. Και στα ρηματικά εξαρτημένα σύνθετα του τύπου ἀρχέ-κακος και τερψί-μβροτος ο τόνος ανεβαίνει, καθώς και στα παρατακτικά και θαμιστικά σύνθετα: δώ-δεκα (§ 81), πάμ-παν (§ 22επίσης στα πτωτικά σύνθετα: Διόσ-κουροι (§ 67).

§ 152. Τα ρηματικά εξαρτημένα σύνθετα του τύπου –πομπος χωρίζονται, με βάση τον τονισμό τους, αυστηρά σε δύο ομάδες: ψυχο-πομπός (§ 97), αλλά θεό-πομπος (§ 106). Στο ψυχο-πομπός ο οξυτονισμός προέρχεται από την αρχική γλώσσα, όπου υπήρχε γενικά η τάση να οξυτονίζονται τα ρηματικά ονόματα ως β΄ συνθετικά (§ 150)· το θεό-πομπος αντίθετα είναι σε κάθε περίπτωση μεταπλαστό (§ 151), είτε ερμηνευθεί ‘που έχει θεό για συνοδό (πομπός)’ είτε ‘που έχει ακολουθία (πομπή) από θεό’· και στις δύο περιπτώσεις προέκυπτε η παθητική σημασία ‘συνοδευόμενος από θεό’, όταν εξαιτίας του συσχετισμού του με το -πομπός το ρηματικό περιεχόμενο του ´-πομπος πέρασε στο προσκήνιο. Αυτή η αλλαγή αξίας διευκολύνθηκε από τον τύπο θεό-δμητος θεό-πεμπτος, που ήταν ίδιος και στον τονισμό (§ 156).

Η απόκλιση στον τονισμό των κουρο-τρόφος, θυμο-φθόρος, λογο-γράφος κτλ. αντί για *-τροφός κτλ. είναι αποτέλεσμα ενός αρχαιοελληνικού κανόνα τονισμού, σύμφωνα με τον οποίο μια οξύτονη λέξη γίνεται παροξύτονη, αν οι τρεις τελευταίες συλλαβές της έχουν δακτυλικό ρυθμό (πᾰχῠλός αλλά ἀγκύλος). Δεν είναι περίεργο ότι στη συνέχεια δεν διατηρείται η διαφορά τονισμού ανάμεσα στα βουλη-φόρος τελεσ-φόρος και στο *ὑδρο-φορός κτλ., που δεν αντιστοιχεί σε σημασιολογική διαφοροποίηση· η εξομοίωση έγινε υπέρ του βουλη-φόρος (βάσει του οποίου τονίζεται και το ὑδρο-φόρος), διότι η αποστροφή προς μια αδιάσπαστη ακολουθία τριών βραχύχρονων συλλαβών οδήγησε στην περιθωριοποίηση σχηματισμών όπως *ὑδρο-φορός.

§ 153. Οι εξαιρέσεις αποτελούν εν μέρει αιολισμούς του Ομήρου, όπως ἱππόδαμος· στα αἰγί-οχος, ἡνί-οχος, γαιή-οχος (§ 121 με υποσημείωση) μπορεί να έχουν επιδράσει και τα ἔν-οχος, κάτ-οχος, ἔξ-οχος (ύστερα από ονοματικό πρώτο συνθετικό συνηθιζόταν το -οῦχος, βλ. § 121). Ήδη ο Αθήναιος (IV 154 e-f) ορθά διακρίνει ανάμεσα στο ´-μαχος από το μάχη και στο άχος από το μάχεσθαι.

§ 154. Τα προσδιοριστικά σύνθετα είναι βαρύτονα: Διόσ-κουροι, ἀρηΐ-φιλος, ἀκρό-πολις, ἱππο-πόταμος, γλυκύ-πικρος, ἰατρό-μαντις, σύν-δουλος.

§ 155. Από αυτούς τους κανόνες τονισμού εξαιρούνται τα θέματα σε σ ως δεύτερα συνθετικά, καθώς έλκουν τον τόνο πάνω τους: ἀ-σθενής, εὐ-γενής, δυσ-μενής, ἐμ-μενής, πολυ-ετής, θεο-ειδής, αἰθρη-γενής, ταλα-πενθής κτλ. (όμως στα κύρια ονόματα Διο-γένης, Σω-κράτης κτλ.· πρβ. § 26). Αν η προτελευταία συλλαβή είναι μακρόχρονη, ο τόνος ανεβαίνει συνήθως κατά μια συλλαβή: εὐ-ώδης, ἐξ-ώλης, αὐθ-άδης, ποδ-ώκης, ποδ-άρκης, περι-μήκης, κακο-ήθης κτλ.· δεν είναι, όμως, σπάνιες οι ανεξήγητες εξαιρέσεις: ἀ-ψευδής, ἀ-ληθής, νημερτής κτλ.

§ 156. Τα ρηματικά επίθετα ως δεύτερα συνθετικά είναι άτονα, δηλαδή βαρύτονα: θεό-δμητος, αἱμο-φόρυκτος, ἄ-γνωστος, ἐύ-γναμπτος κτλ. Μόνον αν πρόκειται για σύνθετα με προρηματικό, ο τονισμός τους ποικίλλει: παρα-δοτός ‘που μπορεί να μεταβιβαστεί, να διδαχθεί’, όμως, ἔκ-δοτος ‘προδομένος’. Τα ρηματικά αφηρημένα ουσιαστικά που είναι σύνθετα μόνο με προρηματικό διατηρούν κατά τη σύνθεση τον τόνο τους: ἀνά-στασις με βαρυτόνηση όπως στάσις, αἴσθησις· ὑπο-βολή όπως βολή. Δες επίσης § 145 .

§ 157. Το στερητικό και αθροιστικό ἀ- προκαλούν βαρυτόνηση,[74] εκτός από τις προαναφερθείσες περιπτώσεις ἀ-γνώς (§ 150) και ἀ-σθενής (§ 155), επίσης ἀ-δελφός (§ 58), και μάλιστα όχι μόνο στα μεταπλαστά σύνθετα (ἄ-θυμος) αλλά και στα μη μεταπλαστά: ἄ-δμητος, ἄ-ιδρις, Ἄ-ιρος.

Από περισσότερα προρηματικά (συμπεριλαμβανομένης της αύξησης) τονίζεται το τελευταίο: ὑπέξ, διαπρό (§ 109), παρ-έ-σχον, ὑπ-ῆγον.

Είναι μόνο θέμα ορθογραφίας αν γράψουμε πρὸ το ή προτο, ἐς ἀεί ή ἐσαεί· πρβ. § 48 κε.

74 Σ.τ.ε. Ο όρος “βαρυτόνηση” χρησιμοποιείται όχι για να δηλώσει γραφή με “βαρεία”, αλλά τη μετακίνηση του τόνου προς την αρχή της λέξης, όσο, βέβαια, επιτρέπει ο “νόμος της τρισυλλαβίας”.

Stratos Laspas
Ακολουθήστε!